Γιατί γερνάει η Ελλάδα…

Η γήρανση του πληθυσμού συνεχίζει σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή και επιβεβαιώνει παλαιότερες εκτιμήσεις.

Συγκεκριμένα, οι γεννήσεις στην Ελλάδα κατά το 2018 ανήλθαν σε 86.440 καταγράφοντας μείωση κατά 2,4% σε σχέση με το 2017 που ήταν 88.553. Αντίστοιχα οι θάνατοι, κατά το 2018, ανήλθαν σε 120.297 καταγράφοντας μείωση κατά 3,4% σε σχέση με το 2017 που ήταν 124.489. Οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά 33.857, έναντι 35.936 το 2018, 25.890 το 2016 και 29.336 το 2015.

Αναζητώντας τα αίτια της υπογεννητικότητας η μη κερδοσκοπική εταιρεία Hope και το Πανεπιστήμιο Πειραιώς πραγματοποίησαν σχετική έρευνα. Συγκεκριμένα και προκειμένου να εξεταστούν τα στοιχεία που προκύπτουν από το υπάρχον θεωρητικό πλαίσιο στο ελληνικό περιβάλλον σχεδιάστηκε μια δειγματοληπτική διαδικασία που είχε ως στόχο την διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν την γονιμότητα του πληθυσμού. Η δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου 2019 σε δείγμα 121 ενήλικων ατόμων από ακριτικές νησιωτικές και ηπειρωτικές καθώς και ημιαστικές περιοχές προερχόμενα από το αρχείο της αστικής μη κερδοσκοπικής οργάνωσης HOPEgenesis, το οποίο αποτελούνταν από ζευγάρια τα οποία συμμετείχαν σε προγράμματα επιδότησης της διαδικασίας γεννήσεως τέκνου ή ζευγάρια που ενδιαφέρονται για να ενταχθούν μελλοντικά στα εν λόγω προγράμματα.

Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε μια έντονη διαφοροποίηση της στάσης του δείγματος
ανάλογα με τον τόπο μόνιμης κατοικίας. Οι διαφορές στην στάση του δείγματος ανάλογα με τον τόπο διαμονής μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω:

Συνολικά παρατηρείται πως ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές
εμφανίζουν παρόμοια συμπεριφορά στις απαντήσεις τους, στοιχείο που θα αξιοποιηθεί
για την περαιτέρω ανάλυση.

Όμως οι κάτοικοι των νησιωτικών περιοχών φαίνεται να δίνουν την υψηλότερη μέση
βαθμολογία σε κάθε ερώτηση για τις δυσκολίες πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας σε
αντίθεση με τους κατοίκους των ημιαστικών περιοχών που αξιολογούν όλους τους
παράγοντες ως λίγο σημαντικούς ή μέτρια σημαντικούς.

Οι περισσότερες περιοχές παρουσιάζουν παρόμοια συμπεριφορά στην αξιολόγηση με την ελάχιστη ανά παράγοντα να διαμορφώνεται στο 4, δηλαδή μεγάλη σημαντικότητα, ενώ η μέγιστη τιμή που έχει καταγραφεί είναι κοντά στο 5 υποδηλώνοντας την απόλυτη σημαντικότητα.

Ωστόσο, οι κάτοικοι των ημιαστικών περιοχών φαίνεται να έχουν βαθμολογήσει όλους τους παράγοντες χαμηλότερα σε σχέση με τις υπόλοιπες τρεις περιοχές. Ειδικότερα η ελάχιστη μέση βαθμολογία που έδωσαν ήταν το 3, μέτρια
σημαντικότητα, με την υψηλότερη βαθμολογία να καταγράφεται για τον ιατρικό
εξοπλισμό και το ευχάριστο και φιλικό περιβάλλον.

Εκτός από τις παραπάνω διαφοροποιήσεις, το δείγμα συνολικά παρουσίασε κοινή στάση χωρίς να καταγράφονται εμφανείς διαφορές. Στα παρακάτω:

Αναφορικά με τον χρόνο απόκτησης του τέκνου, 6 στους 10 ερωτώμενους επιθυμούν να αποκτήσουν το τέκνο τους εντός διετίας, το 22.2% σε τρία ή τέσσερα χρόνια και το 13.1% σε μία πενταετία.

Η συντριπτική πλειοψηφία του δείγματος, σε ποσοστό 80%, επιθυμεί το πολύ μέχρι 3
παιδιά ενώ το 17.6% θα ήθελε 4 παιδιά. Ο κύριος όγκος των ερωτηθέντων ιδεατά θα ήθελε να αποκτήσει 2 ή 3 παιδιά σε ποσοστό 37.8% και 38.7%.

Οι ερωτώμενοι σε ποσοστό 89.7% δήλωσαν πως θα προχωρούσαν άμεσα στην διαδικασία απόκτησης τέκνου εφόσον τους προσφέρονταν τα έξοδα του τοκετού, και σε ποσοστό 86.3% πως θα προχωρούσαν άμεσα στην διαδικασία απόκτησης τέκνου εφόσον τους προσφέρονταν η κάλυψη του βρεφονηπιακού σταθμού.

Τα τελικά συμπεράσματα δείχνουν ότι δεν υπάρχουν γενικές λύσεις για όλες τις περιπτώσεις σε σχέση με το γηγενή πληθυσμό, αλλά θα ήταν προτιμότερο να σχεδιαστούν επιμέρους πολιτικές για την βελτίωση του δείκτη γεννήσεων του γηγενούς πληθυσμού ανάλογα με το επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των περιφερειών της χώρας και ανάλογα με τις γεωπολιτικές δυσκολίες της κάθε περιοχής (πρόσβαση σε δομές υγείας, πρόσβαση σε δομές εκπαίδευσης, συνθήκες διαβίωσης).

Σχετικά